δαιμονοληψία

δαιμονοληψία
η (Μ δαιμονοληψία) [δαιμονόληπτος]
η κατάσταση τού δαιμονόληπτου*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Περντριζέ, Πολ — (Perdrlzet, Μομπελιάρ 1870 – Νανσί 1938). Γάλλος λόγιος, αρχαιολόγος και ιστορικός των θρησκειών. Διατέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Νανσί (1898) και του Στρασβούργου (1919) και έκανε πολλές ανασκαφές στην Ελλάδα, τη Μ. Ασία και την Αίγυπτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”